- μαγειρεύομαι
- μαγειρεύομαι, μαγειρεύτηκα, μαγειρεμένος βλ. πίν. 18
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δαιταλεύομαι — (Μ) [δαιταλεύς] μαγειρεύομαι … Dictionary of Greek
εντευτλανούμαι — ἐντευτλανοῡμαι, όομαι (Α) (για χέλια) μαγειρεύομαι με σέσκουλα … Dictionary of Greek
συγκνισώ — όω, Α (μόνον το παθ.) συγκνισοῡμαι, όομαι μαγειρεύομαι μαζί με κάτι άλλο σε κλειστό σκεύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κνισῶ «γεμίζω με οσμή από κνίσα» (< κνῖσα)] … Dictionary of Greek